- δυσαίακτος
- -ος,-ον A 0-0-0-0-1=1 3 Mc 6,31most mournful; neol.
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
δυσαίακτος — δυσαίακτος, ον (Α) αξιοθρήνητος … Dictionary of Greek
δυσαιάκτου — δυσαίακτος most mournful masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)